- μελογραφώ
- μελογραφῶ, -έω και μελογράφω (Α) [μελογράφος]1. ζωγραφίζω μέλη τού σώματος2. μτφ. περιγράφω κάτι σαν να έχει μέλη όπως το ανθρώπινο σώμα («τὶ μελογραφεῑς τὸ θεῑον πρὸς τὴν ἡμετέραν εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν ὦτα καὶ βραχίονας καὶ μέλη ἔχειν αὐτὸ δηλῶν», Καίσαρ.)3. συνθέτω μελωδίες.
Dictionary of Greek. 2013.